- περιφρονητικά
- (επίρρ. τροπ.), με περιφρόνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
καταφρονητικός — και καταφρονετικός, ή, ό (AM καταφρονητικός, ή, όν) [καταφρονητής] 1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό 2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης. επίρρ... καταφρονητικά… … Dictionary of Greek
Ψευδολουκιανός — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί διάφοροι συγγραφείς, των οποίων τα έργα αποδίδονταν άλλοτε στον Λουκιανό τον Σαμοσατέα. Τα γνωστότερα ψευδεπίγραφα αυτά έργα είναι ο διάλογος Φιλόπατρις, που ειρωνεύεται τον χριστιανισμό και ανήκει σε κάποιο σοφιστή … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άντε — επιφών. 1. (παρακελευσματικό) άιντε* 2. (ειρωνικά ή περιφρονητικά) «άντε!», «καλέ άντε» ή «καλέ άντες»! [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άντε κατά συγκοπή του άιντε*] … Dictionary of Greek
ακαματόσκυλο — το (περιφρονητικά για άνθρωπο) πολύ ακαμάτης, κοπρόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης + σκυλί] … Dictionary of Greek
αλειφόβιος — ἀλειφόβιος, ον (Α) 1. (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την άσκηση τού επαγγέλματος τού αλείπτη* 2. φτωχός, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω + βίος] … Dictionary of Greek
αναλακτίζω — (Α ἀναλακτίζω) 1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λακτίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση] … Dictionary of Greek
ασκυβάλιστος — η, ο (AM ἀσκυβάλιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν περιέχει σκύβαλα (για σιτηρά, καρπούς κ.λπ.) αρχ. μσν. εκείνος τον οποίο δεν τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση («ἀσκυβάλιστος Ἐκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκυβαλίζω «θεωρώ κάποιον ή κάτι ως… … Dictionary of Greek
ατιμάζω — (AM ἀτιμάζω) [άτιμος] 1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. 1. βιάζω ή εκπαρθενεύω 2. βλαστημώ, καταριέμαι αρχ. 1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον 2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι 3. αφαιρώ… … Dictionary of Greek